μπίτ(ι)

μπίτ(ι)
επίρρ. совершенно, совсем;

μπίτ(ι) βλάκας — круглый дурак;

μπίτ(ι) δεν καταλαβαίνω — совершенно ничего не понимаю


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "μπίτ(ι)" в других словарях:

  • μπιτ — I (bit). Βλ. λ. δίτιμο ψηφίο. II (beat). Βλ. λ. μπίτνικ. * * * (I) και μπίτι και ντιπ επίρρ. 1. καθόλου («δεν έχει μπιτ μυαλό») 2. εντελώς, ολότελα, εξ ολοκλήρου («είναι ντιπ βλάκας»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bit]. (II) το (πληροφ.) μονάδα μέτρησης… …   Dictionary of Greek

  • μπιτ — (λ. τουρκ.), επίρρ. ποσοτ., εντελώς: Είσαι μπιτ βλάκας! …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πληροφορίας, θεωρία της — Η εμφάνιση και ο πολλαπλασιασμός των προβλημάτων που συνδέονται με τις τηλεπικοινωνίες και με τις κυβερνητικές συσκευές οδήγησε σε μια βαθιά θεωρητική έρευνα και έναν ακριβή ορισμό της πληροφορίας. Με τον όρο αυτό ονομάζουμε το σύνολο των… …   Dictionary of Greek

  • ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …   Dictionary of Greek

  • μπάιτ — (byte). Μονάδα μέτρησης της πληροφορίας και κατά συνέπεια μονάδα μέτρησης της χωρητικότητας των μονάδων αποθήκευσης των ηλεκτρονικών υπολογιστών. Ένα μ. είναι μια ακολουθία ψηφίων του δυαδικού συστήματος αρίθμησης (0, 1). Το κάθε ψηφίο ονομάζεται …   Dictionary of Greek

  • οκτάμπιτος — ο (πληροφ.) χαρακτηρισμός υπολογιστικού συστήματος το οποίο χρησιμοποιεί οκτώ μπιτ για τη δημιουργία ενός μπάιτ …   Dictionary of Greek

  • συρία — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …   Dictionary of Greek

  • συριά — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Γκίνσμπεργκ, Άλεν — (Allen Ginsberg, Νιου Τζέρσεϊ 1926 – 1997).Αμερικανός ποιητής. Ο πατέρας του, Λούις, ήταν επίσης ποιητής και δάσκαλος, ενώ η μητέρα του, Ναόμι, την οποία θρήνησε σε ένα από τα καλύτερα ποιήματα του (Κάντις),ήταν Ρωσίδα μετανάστρια και ενεργό… …   Dictionary of Greek

  • δίτιμο ψηφίο — (διεθνώς bit). Μονάδα που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση της ποσότητας της πληροφορίας. Η ονομασία bit προέρχεται από τα αρχικά των αγγλικών λέξεων binary digit. Η μονάδα αυτή ορίστηκε το 1927 από τον Αμερικανό επιστήμονα Ρ. Χάρτλεϊ, ο οποίος… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»